γλυκοφέγγω

γλυκοφέγγω
1. φέγγω, φωτίζω ευχάριστα: Γλυκοφέγγουν τα κεριά στο εκκλησάκι.
2. το απρόσ., γλυκοφέγγει αρχίζει να ξημερώνει ευχάριστα, γλυκοχαράζει: Άρχισε να γλυκοφέγγει το πρωί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλυκοφέγγω — και φεγγιάζω 1. φωτίζω απαλά 2. απρόσ. γλυκοφέγγει αρχίζει να ξημερώνει …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”