- γλυκοφέγγω
- 1. φέγγω, φωτίζω ευχάριστα: Γλυκοφέγγουν τα κεριά στο εκκλησάκι.2. το απρόσ., γλυκοφέγγει αρχίζει να ξημερώνει ευχάριστα, γλυκοχαράζει: Άρχισε να γλυκοφέγγει το πρωί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.